-
1 στόλος
στόλος, ὁ, 1) Rüstung, bes. kriegerische Rüstung, Kriegszug zu Lande u. zu Wasser; oft bei Her.: κατ' ἤπειρον, κατὰ ϑάλασσαν, 5, 64; ἐπί τινα, 3, 25. 4, 145 u. sonst; εὐσταλῆ καὶ λεκτὸν ἀροῠμεν στόλον, Aesch. Pers. 781; Ag. 563; zur See, Pers. 392; στόλον Ἀργείων χιλιοναύταν, Ag. 45; Soph. κατέσχον δεῠρο ναυβάτῃ στόλῳ, Phil. 270, vgl. 557; κατ' ἀρχὴν τοῦ πρὸς Ἴλιον στόλου, 247; Φρυγῶν ἐς αἶαν αὖϑις αἴροιεν στόλον, Eur. Hec. 1141; u. in Prosa, Thuc. 1, 9. 10 u. sonst; Περσικός, Plat. Legg. I, 642 e, u. öfter; übh. Sendung, Zug, Gang, εὐανϑέα ἀναβάσομαι στόλον, Pind. P. 2, 62; auch Aufzug, Festzug, Procession, 8, 98 N. 3, 17; ὁ δὲ στόλος νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα, Ar. Av. 46, wir gehen zum Tereus; – das Ausziehende, Ausgesendete selbst, das Landheer, Her. 5, 64, häufiger Seemacht, Flotte, 1, 4. 5, 43; en Cyr. 3, 1, 19 u. sonst; ein Zug von Menschen, eine Schaar, παρ' ἀνδρῶν καὶ γυναικείων στόλων, Aesch.Eum. 818; λόχος παίδων, γυναικῶν καὶ στόλος πρεσβυτίδων, 981, n. öfter in Suppl.; πλέων γὰρ οὐ πολλῷ στόλῳ, Soph. Phil. 543, d. i. mit einem Schiffe; τὸν ἑπτάλογχον ἐς Θήβας στόλον ἀγείρας, O. C. 1307; und das ganze Volk, O. R. 169; χιλίων ναῶν στόλον συνήγαγε, Eur. I. T. 10. – Auch der Grund, die Veranlassung zu einem Zuge, ἰδίῳ στόλῳ, auf eigenen Antrieb, Her. 5, 63, eigtl. eine in Privatangelegenheiten unternommene Reise, wie κοινὸς στόλος gemeinsamer Antrieb zur Reise, 6, 39, wie man Soph. Phil. τίνι στόλῳ προςέσχες τήνδε γῆν erklärt, im Vergleich mit O. R 359 τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοϑεν στόλος; wo auch mehr nach dem Grunde der Fahrt gefragt wird. = Am Schiffe der vorn vorragende Theil, Schiffsschnabel, dessen höchstes Ende ἀκροστόλιον hieß, ναῠς ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν, Aesch. Pers. 400; ἔϑραυον πάντα κωπήρη στόλον, 408; Eur. I. T. 11, 33; vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 1089; aus Soph. frg. 629 führt Hesych. δρυοπαγῆ στόλον, τὸν πάσσαλον an. – Uebh. Stiel, Stengel, κέρκος μικρὸν στόλον ἔχουσα, einen Schwanz mit einem kurzen Stiel, Arist. part. anim 2, 14; gen. an. 3, 2. – 2) das Ausrüsten, Ankleiden, Ausschmücken, wie στολή, Eur. Suppl. 1055.
-
2 στόλος
A equipment, esp. for warlike purposes, expedition by land or (more frequently) sea, freq. in Hdt.;στόλον.. οὐκέτι κατὰ θάλασσαν στείλαντες ἀλλὰ κατ' ἤπειρον 5.64
; freq. folld. by ἐπί c. acc., ὁ ἐπ' Αἰθίοπας ς. 3.25; ἐπὶ Λιβύην στρατιῆς μέγας ς. 4.145;ἐλέγετο ὁ σ. εἶναι εἰς Πισίδας X.An.3.1.9
; ὁ πρὸς Ἴλιον ς. S.Ph. 247; οὔτε τοῦ πρώτου ς. ib.73;λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον A.Pers. 795
, cf. E. Hec. 1141; τεθριπποβάμων ς. an equipage with four horses, Id.Or. 989 (lyr.).2 generally, journey or (oftener) voyage, ὁ οἴκαδε ς. S.Ph. 499; οὔ μοι μακρὸς εἰς Οἴτην ς. ib. 490;σ. ποιεῖσθαι X.An.1.3.16
; ; ἰδίῳ ς. in a journey privately undertaken, on one's own account, opp. δημοσίῳ ς., Hdt.5.63, cf. Th.8.9; κοινῷ ς. Hdt.6.39; ἐλευθέρῳ ς. with free course, Pi.P.8.98; πατρῷον στόλον (acc. cogn.) ἑσπόμην by my father's sending, S.Tr. 562.b the purpose or cause of a journey, mission, errand, Id.OC 358; τίνι σ. προσέσχες..; πόθεν πλέων; where Neoptolemus answers ἐξ Ἰλίου.. ναυστολῶ, Id.Ph. 244;ὁ δὲ σ. νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα Ar.Av.46
: metaph.,τρίτος ἡμῖν σ. ἐστὶ τοῦ λόγου ἐπὶ τὴν τέχνην D.H.Rh.11.9
.c equipment in concrete sense,πραθέντος τοῦ στόλου εἰς βασίλεια IPE12.32A45
(Olbia, iii B.C.); ἱερὸς ς. sacred vestments, Milet.1(7).209 (iii A.D.).3 armament, army, τὸν ἑπτάλογχον ς., of the Seven against Thebes, S.OC 1305, cf. Tr. 226, 496, etc.; seaforce, fleet, Hdt.5.43; σ. χιλιοναύτης, of the expedition against Troy, A.Ag.45 (anap.), cf. 577;ναυβάτῃ στόλῳ S.Ph. 270
; οὐ πολλῷ στόλῳ, i.e. in one ship, ib. 547, cf. 561; νεῶν ς. Th.1.31; σ. ἀγείρειν ib. 9;συναγείρειν Hdt.1.4
;καταλύειν Id.7.16
.β: generally, party, band, troop, freq. in A.Supp., 28 (anap.), 187, al.;παίδων, γυναικῶν, καὶ σ. πρεσβυτίδων Id.Eu. 1027
, cf. 856 (pl.); νοσεῖ δέ μοι πρόπας ς. all the people, S.OT 170 (lyr.); guild,ὁ σ. τῶν σωληνοκεντῶν OGI756.5
(Milet.).4 παγκρατίου ς., periphr. for παγκράτιον, Pi.N.3.17; λόγου ς. a set narrative, Emp.17.26.II appendage, excrescence,σ. ὀμφαλώδης Arist.GA 752b6
; stump of the tail, in animals, Id.PA 658a33; σμικροῦ γ' ἕνεκεν [κέρκου] ἔχουσί τινα στόλον ib. 689b5.2 a ship's prow, Pi.P.2.62; plated with brass, χαλκήρης ς. A.Pers. 408, cf. E.IT 1135 (lyr.), Trag.Adesp.272 (pl.); δώδεκα σ. ναῶν f.l. for δωδεκάστολοι νᾶες, Ps.-E.IA 277 (lyr.); δρυοπαγὴς σ.,= πάσσαλος, S.Fr. 702. -
3 αὐτ-ανέψιος
αὐτ-ανέψιος, ὁ, leiblich Geschwisterkind, adj. verschwistert, στόλος γυναικῶν Aesch. Suppl. 911; vgl. 962; Eur. Heracl. 987; Plat. Euthyd. 275 b; nach Thom. M. ὁ πρωτεξάδελφος.
-
4 αυτανεψιος
См. также в других словарях:
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek